σκινόχωμα

σκινόχωμα
το, Ν
βλ. σχινόχωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχινόχωμα — και σκινόχωμα, το, Ν χώμα από τις ρίζες τών σχίνων που είναι κατάλληλο για την καλλιέργεια λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίνος + χώμα (πρβλ. καστανό χωμα)] …   Dictionary of Greek

  • σχινόχωμα — σχινόχωμα, το και σκινόχωμα, το χώμα που προέρχεται από το σάπισμα των ριζών των σχίνων και χρησιμοποιείται στην ανθοκομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”